- λήκυθος
- ημικρό μυροφόρο αγγείο, συνήθως πήλινο, που το προόριζαν για τους νεκρούς: Στον τάφο δίπλα στα οστά βρέθηκε μια λήκυθος με μύρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λήκυθος — oil flask fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
ЛЕКИФ — • Λήκυθος, небольшая крепость на полуострове Сифонии в Халкидике, в западной части на морской косе; Брасид отнял ее у афинян и разрушил ее стены; н. Ая Кириаки. Thuc. 4, 113 … Реальный словарь классических древностей
ληκύθοις — λήκυθος oil flask fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκύθου — λήκυθος oil flask fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκύθους — λήκυθος oil flask fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκύθων — λήκυθος oil flask fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκύθῳ — λήκυθος oil flask fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήκυθοι — λήκυθος oil flask fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήκυθον — λήκυθος oil flask fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)